- Η φωτογραφία είναι από την παρουσίαση του βιβλίου στο Μέγαρο της ΕΣΗΕΑ, όπου είχα τη χαρά και την τιμή να υπογράψω ένα αντίτυπο στον Αλέξη Βάκη.
Έγινα οπαδός του Παναθηναϊκού στα εφτά μου χρόνια, το 1968. Κάποιος γείτονάς μας στον Καρέα, όπου ξεκαλοκαιριάζαμε στο παλιό σπιτάκι που είχε φτιάξει ο παππούς μου, με πληροφόρησε πως η Βίκυ Μοσχολιού, την οποία άκουγα στο ραδιόφωνο και με μάγευε, ήταν η γυναίκα του αρχηγού της ομάδας του τριφυλλιού, του Μίμη Δομάζου. Ε, αυτό ήταν. Ακολούθησαν αναρίθμητα μεσημέρια Κυριακής με το αυτί μου κολλημένο στο τρανζιστοράκι, να ακούω και να ξανακούω το όνομα και τα κατορθώματα του «Στρατηγού». Ήταν η χρονιά που είχαν έρθει στο τριφύλλι ο Κώστας Ελευθεράκης και ο Αντώνης Αντωνιάδης, όμως ο «ψηλός» δεν είχε καθιερωθεί ακόμα στην ενδεκάδα και τα γκολ τα έβαζε ο Γιώργος Γονιός, ενώ μεγάλοι αστέρες ήταν ακόμα ο Καμάρας, ο Σούρπης, ο Οικονομόπουλος, οι ανερχόμενοι Γραμμός και Φυλακούρης κ.ά. Πήρα μεγάλες χαρές απ’ αυτή την ομάδα: πρωταθλήματα, κύπελλα και πάνω απ’ όλα την εποποιία του Γουέμπλεϋ, τον Ιούνιο του 1971, με προπονητή τον μεγάλο Φέρεντς Πούσκας. Στιγμές που ούτε ξεθωριάζουν, ούτε γίνεται να τις ξεχάσεις.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, το πρωτάθλημα του 1983-84, πρώτο μετά από επτά χρόνια ανομβρίας και πρώτο επίσης στα χρόνια του επαγγελματισμού, έφερε πρωτόγνωρο ενθουσιασμό σε μας τους οπαδούς. Δεν ήταν μόνο ότι έσπαγε επιτέλους η κατάρα των «πέτρινων χρόνων», αλλά η σιγουριά ότι επιτέλους κάτι καλό γίνεται στον σχεδιασμό της ομάδας. Όταν μάλιστα πραγματοποιήθηκαν και οι δύο ηχηρές μεταγραφές του καλοκαιριού, με τα μεγαλύτερα ονόματα που υπήρχαν τότε στην πιάτσα, τον «μικρό» του Πανιωνίου Δημήτρη Σαραβάκο και τον διεθνή Γιουγκοσλάβο Βέλιμιρ Ζάετς, που μαζί με τον παλιότερο Χουάν Ραμόν Ρότσα συγκροτούσαν μιαν ακαταμάχητη τριπλέτα, όλοι κάναμε ξανά όνειρα για ευρωπαϊκές διακρίσεις, όπως το ΄71. Ο Γιάτσεκ Γκμοχ, που ήταν ήδη στο τιμόνι της ομάδας, μας είχε πείσει πως είναι ικανός να φτιάξει μια μεγάλη ομάδα.
Το μόνο εντός έδρας παιχνίδι εκείνης της αξέχαστης ευρωπαϊκής πορείας που δεν είδα από την κερκίδα του ΟΑΚΑ ήταν εκείνο με την Φέγενορντ. Και ίσως καλύτερα κιόλας, διότι δεν ξέρω αν θα άντεχα να δω τη μπάλα από την κεφαλιά του Γκούλιτ στο 89’ να σταματάει -ευτυχώς- στο δοκάρι. Και εμάς τους οπαδούς να κάνουμε τη διαδρομή Κόλαση-Παράδεισος σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Είδα όμως όλα τα επόμενα, αρχής γενομένης από εκείνο με την βορειο-ιρλανδική Λίνφιλντ – ήμουν ψηλά στο πέταλο και πανηγύρισα δεόντως το νικητήριο γκολ του Κώστα Ταράση ένα λεπτό πριν τη λήξη του αγώνα. Τα επόμενα δύο ματς τα είδα από σαφώς καλύτερη θύρα. Και ακόμα θυμάμαι το παιχνίδι με την Γκέτεμποργκ, τότε που αλλάζαμε συνεχώς θέσεις με αγνώστους μου στην εξέδρα, προσπαθώντας να αλλάξουμε τα γούρια, μέχρι να έρθει επιτέλους το ΄78, να κερδίσουμε το πέναλτι και να ισοφαρίσει με τη γνωστή του ψυχραιμία ο Σαραβάκος. Το ματς με τη Λίβερπουλ είχε βέβαια άλλη ψυχολογία, διότι όλοι ξέραμε πως το 4-0 του Άνφιλντ -παρά την δικαιολογημένη πικρία για το γκολ του Ρότσα που ακυρώθηκε στο 0-0- δεν μπορούσε να ανατραπεί. Όμως γεμίσαμε το ΟΑΚΑ και χειροκροτήσαμε την ομάδα μας, επιβραβεύοντάς την για μια καταπληκτική χρονιά που βγήκε κατευθείαν μέσα από τα όνειρά μας.
Τι προσπαθώ να πω με την μακροσκελή εισαγωγή μου; Πως για μας που ζήσαμε από κοντά όλη αυτή την ξέφρενη ευρωπαϊκή πορεία του Παναθηναϊκού το 1984-85, και είμαστε πάρα πολλοί, οι λεπτομέρειες αυτής της πορείας μας φαίνονταν ήδη γνωστές στην ολότητά τους. Εκτός από την παρουσία μας στην κερκίδα όλη τη χρονιά, είχαμε διαβάσει όλα τα σχετικά δημοσιεύματα και είχαμε ακούσει όλα όσα διαδίδονταν προφορικά, έτσι -νομίζαμε ότι- ξέραμε τα πάντα γι’ αυτή την πορεία.
Ε, λοιπόν, όχι. Το βιβλίο του Κώστα Τζανιδάκη που το έπιασα στα χέρια μου με τη σιγουριά ότι θα μου επιβεβαιώσει με τα γραφόμενά του τα ήδη γνωστά μου, υπερβαίνει κατά πολύ τις αρχικές προσδοκίες. Όχι μόνο διότι φωτίζει τις μεγάλες ποδοσφαιρικές στιγμές του τότε με τρόπο απολύτως ψύχραιμο, έγκυρο και δημοσιογραφικά / ερευνητικά θαυμαστό, ούτε ακόμα και γιατί διαπνέεται από μια Παναθηναϊκοφροσύνη που δεν εκπίπτει ποτέ στον προβληματικό οπαδισμό. (Ένα τέτοιο βιβλίο μπορούσε να γραφτεί μόνο από κάποιον που αγαπάει τη φανέλα με το τριφύλλι, αλλά αυτή του η αγάπη δεν τον κάνει λιγότερο ακριβοδίκαιο, όταν πρόκειται να τοποθετηθεί για μεγάλα γεγονότα τα οποία υπερβαίνουν τις ποδοσφαιρικές αντιπαλότητες και υψώνονται στην Ιστορία.) Κυρίως όμως, γιατί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Κώστα έμαθα πολλά πράγματα τα οποία αγνοούσα, για μια πτυχή της ελληνικής αθλητικής ιστορίας που νόμιζα ότι κατέχω 100%. Δεν ξέρω τι μπαούλα και αποθήκες σκάλισε ο αθεόφοβος, πάντως τα ντοκουμέντα που ανέσυρε για πρώτη φορά στο φως είναι τόσο εντυπωσιακά, αποκαλυπτικά, μα και τόσο απολαυστικά όταν μεταφέρονται στο χαρτί.
Συγχαίρω, λοιπόν, τον Κώστα Τζανιδάκη, για το υποδειγματικό βιβλίο που μας παρέδωσε, που θα παραμείνει σε περίοπτο ράφι στη βιβλιοθήκη μας και θα ανατρέχουμε σε αυτό κάθε φορά που θα θέλουμε να ξαναθυμηθούμε κάτι για το 1984-85. Όπως συγχαίρω -για πολλοστή φορά- και την ομάδα της Εκδοτικής Belle Epoque, για τα υψηλής ποιότητας και ερευνητικής δουλειάς που έχουν ήδη κυκλοφορήσει για την ιστορία του Παναθηναϊκού μας και τα οποία θα ζήλευαν όλα τα μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης και του κόσμου.
Κύριοι (και κυρίες), keep going!
Αλέξης Βάκης (μουσικός, ραδιοφωνικός παραγωγός, συγγραφέας)

Κώστας Τζανιδάκης: Γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα και σπούδασε Ηλεκτρονικός. Είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός, Δημιουργός του rockandroll.gr και του green-stories.gr, Συγγραφέας και Στιχουργός.
