Συνέντευξη του Κώστα Τζανιδάκη στο Cinemusic

You are currently viewing Συνέντευξη του Κώστα Τζανιδάκη στο Cinemusic

Συνέντευξη του Κώστα Τζανιδάκη στον Νίκο Γκάτσιο και το cinemusic.gr

  1. Παιδικά χρόνια & πρώτες επιρροές
  • Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια; Τι ρόλο έπαιξε η οικογένειά σας στην αγάπη σας για τη μουσική και τον αθλητισμό;

Τα παιδικά μου χρόνια δεν είναι αυτό που έλεγε κάποιος και τα πιο συνηθισμένα. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν σε ηλικία έξι ετών και από τότε συνάντησα τον πατέρα μου μόνο δύο φορές, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Η μητέρα μου είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας και η μόνη  βοήθεια που είχαμε ήταν αρχικά από τους παππούδες (που δυστυχώς έφυγαν γρήγορα από τη ζωή) και μετέπειτα από τον θείο μου, μέχρι να φτάσω σε μία λίγο μεγαλύτερη ηλικία. Όταν έγινα  17 χρονών δούλευα το πρωί σε ένα  εργοστάσιο πλαστικών στον Πειραιά ( όπου στο παντελόνι  μου είχα γράψει με μαρκαδόρο «ΠΑΟ GATE 13») και το απόγευμα πήγαινα σε τεχνική σχολή. Έτσι, όπως καταλαβαίνεις, έμαθα από νωρίς να αντιμετωπίζω τα προβλήματα της ζωής μόνος μου. Υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολες στιγμές, ειδικά στο θέμα αντιμετώπισης και διαχείρισης του προβλήματος υγείας που ταλαιπωρούσε τη μητέρα μου, πάντα όμως αντλούσα δύναμη από τους ανθρώπους που βίωναν μία καθημερινότητα  πολύ χειρότερη από τη δική μου. Όταν περνούσε μία ολόκληρη ημέρα τρώγοντας μονάχα δύο τοστ, στο μυαλό μου στριφογύριζαν όλοι οι άστεγοι, όλα τα παιδιά που πέθαιναν λόγω έλλειψης φαγητού, νερού και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και το μόνο που ένιωθα ήταν οργή για την κοινωνική αδικία που υπήρχε γύρω μου. Εγώ τουλάχιστον ήμουν υγιής και είχα ένα σπίτι για να μείνω.

Σε μία εποχή όπου τα παιδιά χωρισμένων γονιών ήταν «κόκκινο πανί» για τις «κανονικές» οικογένειες, σίγουρα θα μπορούσα να έχω βιώσει μία έντονη κοινωνική απομόνωση. Το παράξενο είναι ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ, παρότι σε γενικές γραμμές είμαι ολίγον «κλειστός» χαρακτήρας. Ποτέ δεν μου έλειψαν οι φίλοι.

Ως αναφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, ο ρόλος της μητέρες μου ήταν καθοριστικός τόσο στην μουσική, όσο και στον αθλητισμό. Ήταν μεγάλη φαν του Έλβις και όταν ήμουν  σε ηλικία 12-13 ετών με πήγε να δω στον κινηματογράφο μία ταινία για τη ζωή του. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τότε δεν είχα ασχοληθεί ιδιαιτέρα με τη μουσική και όταν την ρώτησα «ποιός είναι αυτός που πάμε να δούμε», μου απάντησε με ύφος αφοπλιστικό  «ο καλύτερος τραγουδιστής του κόσμου».  Ήταν λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του και από εκείνο το σημείο και μετά ο «Βασιλιάς» του Rock ‘n’ Roll άλλαξε τη ζωή μου.

Η μητέρα μου επίσης ως βέρα Αθηναία, δεν θα μπορούσε να υποστηρίζει άλλη ομάδα από τον Παναθηναϊκό. Το σπίτι μου βρισκόταν πολύ κοντά στη Γυμναστική Ακαδημία και κατά συνέπεια σχεδόν όλη την ημέρα παίζαμε ποδόσφαιρο ή μπάσκετ. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν να μην αγαπήσω τον αθλητισμό.

Το οξύμωρο της ιστορίας είναι, ότι οι δύο πρώτες φορές που πήγα στο γήπεδο ήταν στο στάδιο Καραϊσκάκη, σε αγώνες του Ολυμπιακού! Κι αυτό γιατί με είχε πάρει μαζί του σε ηλικία 9 ετών, ένας ξάδελφος μου «ερυθρόλευκων»  προτιμήσεων. Οι προσπάθειες του όμως να «αλλαξοπιστήσω» έπεσαν στο κενό, αφού ύστερα από τις κατάλληλες ιατρικές εξετάσεις  που μου έγιναν, διαπιστώθηκε ότι στις φλέβες μου ρέει αίμα χρώματος πράσινου!

  • Ποιες ήταν οι πρώτες σας μουσικές επιρροές; Θυμάστε το πρώτο τραγούδι ή τον πρώτο καλλιτέχνη που σας «κέρδισε»;

Μετά την ταινία που ήδη σου περιέγραψα, έπεσε στα χέρια μου μία κασέτα του Έλβις που είχε αγοράσει ο θείος μου. Και όχι όποια και όποια, αλλά μία ιστορική συλλογή που είχε κυκλοφορήσει με τίτλο «The Rockin’ days». Περιττό να σου πω ότι την πρώτη ημέρα την άκουσα πάνω από 15 φορές! Ο Έλβις έγινε ο καλύτερος μου φίλος, αυτός που δεν με πρόδωσε ποτέ και για τίποτα. Όπως άλλωστε και ‘γω. Από αυτόν ξεκίνησε η αγάπη μου για το κλασικό Rock ‘n’ Roll και Rockabilly, με αφετηρία αυτόν «γνώρισα» όλους τους μεταγενέστερους μουσικούς μου ήρωες, από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

  • Τι σας οδήγησε στις σπουδές Ηλεκτρονικών και πώς συνδυάστηκε αυτό με την πορεία σας στο ραδιόφωνο και τη μουσική;

Η ειδικότητα που πήρα ήταν σε «Ραδιοφωνία και Τηλεόραση», οι καταστάσεις όμως της ζωής δεν με άφησαν να εργαστώ όπως και όσο θα ήθελα. Πάντα όμως ένιωθα μία παράξενη έλξη προς τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, παρότι στη δεκαετία του ’80 βρισκόντουσαν  σε νηπιακό στάδιο. Έτσι πολλά χρόνια αργότερα κατάφερα να φτάσω στο επίπεδο να κατασκευάζω ιστοσελίδες, κάτι για το οποίο είμαι υπερήφανος.

  1. Η ραδιοφωνική πορεία και η rock κουλτούρα
  • Πότε και πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το ραδιόφωνο;

Το 1994 πήγαμε με έναν φίλο μου να κάνουμε δοκιμαστικό στον Junior 90.4. Περιέργως τους αρέσαμε και έτσι ξεκίνησε η «Ροκ Δισκοθήκη», μία εκπομπή για το ελληνικό ροκ. Μετά  από σύντομο χρονικό διάστημα, άρχισαν και οι πρώτες ζωντανές συνεντεύξεις με σημαντικά ονόματα του χώρου, όπως οι Ενδελέχεια, Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι, Στίγμα 90, Εκτός Μάχης κά. Τότε γνώρισα και την μελλοντική μου γυναικά, ως ακροάτρια! Ήμουν τυχερός που πρόλαβα τις καλές μέρες του ραδιοφώνου, τότε που υπήρχε μία ιδιαίτερη αλληλεπίδραση μεταξύ του παραγωγού και των ακροατών. Αυτή η «μαγεία» θεωρώ ότι δύσκολα θα επιστρέψει.

  • Η εκπομπή «Rock ’n’ Roll is here to stay» μετρά πάνω από τρεις δεκαετίες ζωής. Ποιο θεωρείτε ότι είναι το “μυστικό” της διάρκειας της;

Η εκπομπή ξεκίνησε κι αυτή από τον Junior fm το 1994, τότε που για να φτάσω μέχρι το στούντιο άλλαζα δύο συγκοινωνίeς, κουβαλώντας μαζί μου δύο τσάντες με δίσκους! Κι όμως αυτές οι εποχές είναι που δεν ξεχνιούνται. Μεράκι, αγάπη, τρέλα, δεν ξέρω… πες το όπως θέλεις…  Τα τελευταία 16 χρόνια η εκπομπή μεταπήδησε στο διαδίκτυο, το οποίο σου προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία, αλλά δεν μπορεί να καλύψει το συναίσθημα από τις αναμνήσεις. που έτσι κι άλλιως όμως πέρασαν…

Το μυστικό της διάρκειας, ίσως να μην είναι και τόσο μυστικό. Βρίσκεται από τη μία στη διαχρονικότητα της μουσικής των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και από την άλλη στην επιμονή μου να συνεχίσω να προβάλω ένα είδος που στην Ελλάδα δεν έχει την ίδια ανταπόκριση που υπάρχει σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Ποτέ δεν σκέφτηκα να σταματήσω, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να εγκαταλείψω  αυτό που πιστεύω. Μιλάμε για ξερό κεφάλι… Εξάλλου όπως λέει και ο τίτλος της εκπομπής, το Rock ’n’ Roll ήρθε για να μείνει!

  • Ποιες συνεντεύξεις ή συναυλιακές στιγμές ξεχωρίζετε από την εμπειρία σας όλα αυτά τα χρόνια;

Όλες οι συνεντεύξεις αλλά και οι συναυλικακές στιγμές είναι για μένα μοναδικές και ξεχωριστές. Από τα πολύ μεγάλα ονόματα, μέχρι τους καλλιτέχνες που έκαναν τα  πρώτα βήματα στη καριέρα τους.

Για να είμαι όμως απόλυτα ειλικρινής, όταν συνομιλείς με «ιερά τέρατα» της μουσικής όπως είναι οι Graham Bonnet (Rainbow, Alcatrazz), Marky Ramone, Saxon, Uriah Heep, UFO, Nazareth, Micky Moody (Whitesnake), Beth Hart, Dave Evans, Crazy Cavan και πολλοί ακόμη, νιώθεις ένα μεγάλο δέος να σε κυριεύει, αλλά και μία τεράστια ηθική ικανοποίηση. Όλα αυτά έγιναν για λογαριασμό του rockandroll.gr, μίας από τις πρώτες μουσικές ιστοσελίδες που δημιούργησα το 2007. Οι περισσότερες απ’ αυτές δημοσιεύτηκαν και στον έντυπο τύπο, μαζί με αφιερώματα για τον Έλβις.

Ως αναφορά τις συναυλίες, δόξα το Θεό έχω παρακολουθήσει πάρα πολλές. Τρεις  όμως απ΄ αυτές έχουν χαρακτή με ιδιαίτερο τρόπο στη καρδιά μου. Η πρώτη ήταν το 1987 όταν είδα από κοντά τον μεγάλο Chuck Berry στο θέατρο του Λυκαβηττού, σε μία συναυλία που δεν τελείωσε ποτέ λόγω επεισοδίων, η δεύτερη την επόμενη χρονιά στο Παναθηναϊκό Στάδιο με τον Jerry Lee Lewis να δίνει τα «ρέστα του» σε μία συναυλία που είχε διεξαχθεί για την καταπολέμηση του  Aids μαζί με Joan Jett και Bonnie Tyler και η τρίτη πάλι με τον «killer» στο «Ειρήνης και Φιλίας», το 1990

  • Εκτός από τους μεγάλους ξένους καλλιτέχνες, έχετε στηρίξει ενεργά και την ελληνική ροκ σκηνή. Πώς βλέπετε την πορεία της σήμερα;

Η ελληνική ροκ σκηνή συνεχίζει να υπάρχει με τα καλά της και τα κακά της. Είναι θετικό ότι έχει μία σταθερή δυναμική και χαίρομαι πολύ όταν βλέπω νέα παιδιά να ασχολούνται.

  1. Παναθηναϊκός και εκπομπές με αθλητικό χρώμα
  • Ο Παναθηναϊκός κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας. Πώς ξεκίνησε αυτή η σχέση;

Το έναυσμα ήταν όπως σου ανέφερα από τη μητέρα μου και μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ο πρώτος αγώνας που είδα από κοντά ήταν το καλοκαίρι του 1978, όταν ο ξάδελφος μου, που είχε πάρει πλέον απόφαση ότι δεν πρόκειται να αλλάξω ομάδα, με πήγε στη Λεωφόρο! Ο Παναθηναϊκός αντιμετώπιζε τη Βέροια σε μία φιλικά αναμέτρηση, που συγκέντρωσε πάνω από 20.000 κόσμο. Κι αυτό γιατί ήταν η πρώτη εμφάνιση με την πράσινη φανέλα του μεγάλου Γιώργου Δεληκάρη! Το δημιούργημα του Γιώργου Καλαφάτη είχε ριζώσει για τα καλά στη καρδιά μου.

  • Πείτε μας λίγα λόγια για την εκπομπή “Green Stories”. Πώς γεννήθηκε η ιδέα και τι προσφέρει στους ακροατές;

Η ιδέα γεννήθηκε στα τέλη του 2023, όταν πήρα την απόφαση να ξεκινήσω μία ραδιοφωνική εκπομπή, έχοντας ως καλεσμένους «ιερά τέρατα» του Τριφυλλιού. Είχα τη μεγάλη τιμή να συνομιλήσω με τον αείμνηστο Τάκη Οικονομόπουλο, τον Τότη Φυλακούρη, τον Τάκη Κορωναίο, τον Απόστολο Κόντο, τον Δημήτρη Κοκολάλη, τον Ρούλη Αγραπιδάλη, τον Άρη Καραγεώργο, τον αείμνηστο Νίκο Φαράντο (που ήταν τότε ο γηραιότερος εν ζωή ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού) και πολλούς ακόμα, που κόσμησαν με την παρουσία τους τον ελληνικό αθλητισμό. Από τον Οκτώβριο και πάλι on air!

  • Αν είχατε τη δυνατότητα να μεταφέρετε ένα μήνυμα στους νεότερους φίλους του Παναθηναϊκού, ποιο θα ήταν;

Να αγαπούν την ομάδα τους με θέρμη και ανιδιοτέλεια, μακριά όμως από φανατισμό και ακρότητες.

  1. Αναμνήσεις από την πορεία του Παναθηναϊκού το 1984-85
  • Ποιος αγώνας σας έχει μείνει περισσότερο χαραγμένος στη μνήμη και γιατί;

Όλοι οι αγώνες έχουν μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, αλλά το συγκλονιστικότερο παιχνίδι ήταν αναμφίβολα αυτό με τη Γκέτεμποργκ στο ΟΑΚΑ. Οι Σουηδοί προηγήθηκαν νωρίς με 0-1 και μάλιστα έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία για να διπλασιάσουν  τα τέρματα τους. Ο Παναθηναϊκός ισοφάρισε λίγο πριν από την λήξη του ημιχρόνου με γκολ του Θανάση Δημόπουλου και ενώ στο δεύτερο μέρος συνέχισε να παίζει καλύτερα και να κρατά το σκορ της πρόκρισης , οι Σουηδοί κόντρα στη ροή του αγώνα έκαναν  το 1-2. Ο χρόνος άρχισε να περνάει και λίγο πριν μπούμε στο τελευταίο δεκάλεπτο, ο Σαραβάκος κέρδισε πέναλτι.. Μέχρι ο «μεγάλος  μικρός» να πάρει την μπάλα για να σουτάρει στο «Γ» της εστίας, δεν ακουγόταν ψίθυρος,  σε ένα κατάμεστο γήπεδο από 80.000 φιλάθλους! Αμέσως μετά την λήξη ο κόσμος πέρασε την τάφρο, έσπασε τον αστυνομικό κλοιό και έγινε ένα με τους παίκτες. Ανεπανάληπτες κυριολεκτικά στιγμές!

 

  • Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε έναν ή δύο παίκτες εκείνης της ομάδας, ποιοι θα ήταν και τι τους έκανε μοναδικούς;

Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να ξεχωρίσω έναν ή δύο παίκτες. Σίγουρα οι ηγέτες της ομάδας  ήταν ο Χαουάν Ραμόν Ρότσα, ο Βέλιμιρ Ζάετς και ο Δημήτρης Σαραβάκος, οι οποίοι θα μπορούσαν να αγωνιστούν σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ομάδα. Από ΄κει και πέρα όμως δεν θα μπορούσα να βάλω σε δεύτερη μοίρα τον αείμνηστο αρχηγό Γιάννη Κυράστα, ο οποίος ήταν ο πιο σταθερός σε απόδοση παίκτης της ομάδας, τον Κώστα Ταράση που εξουδετέρωσε τον Ρουντ Γκούλιτ και αγωνίστηκε στη ρεβάνς με τη Φέγενορντ  με δεμένο κεφάλι και ράματα, τον Νίκο Καρούλια που επίσης άφησε «εκτός αγώνα» τον Ολλανδό άσσο στο ΟΑΚΑ και έδωσε «ομηρικές» μάχες με τον θηριώδη Νίλσον της Γκέτεμποργκ, τον Γιάννη Βονόρτα που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, έχοντας το βαρύ φορτίο να καλύψει το κενό του Άνθιμου Καψή, τον αείμνηστο Γιάννη Δοντά που ενώ δεν είχε αγωνιστεί λεπτό την προηγούμενη χρονιά στο πρωτάθλημα ΄΄έτρωγε σίδερα΄΄, τον Σπύρο Λιβαθηνό που ΄΄κατάπινε΄΄ ατελείωτα χιλιόμετρα σαν έφηβος, τον Κώστα Αντωνίου που κάλυπτε συνεχώς χώρους και βοηθούσε στην ανάπτυξη του παιχνιδιού, τον Θανάση Δημόπουλο που ξεχυνόταν σα βέλος, τον Κώστα Μαυρίδη που έπαιξε σέντερ φορ, αμυντικό χαφ και στόπερ, τον Μιχάλη Γεροθόδωρο που ξεχείλιζε από πάθος, τον Θωμά Λαφτσή που έκανε ότι καλύτερο μπορούσε κάτω από τα δοκάρια, τον Γρηγόρη Παπαβασιλείου και τον  Γρηγόρη Χαραλαμπίδη που όποτε χρειάστηκαν ήταν εκεί. Ακόμα και οι Δημοσθένης Κάβουρας και και Νίκος Καραβίδας που αγωνίστηκαν λίγα λεπτά με τη Λίβερπουλ, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους.

  • Τι ρόλο θεωρείτε ότι έπαιξε ο Γιάτσεκ Γκμοχ στο χτίσιμο αυτής της ομάδας;

Ο Γιάτσεκ Γκμοχ έθεσε τις βάσεις για εκείνη τη σπουδαία ομάδα. Παρέλαβε τον Παναθηναϊκό στην 6η θέση του πρωταθλήματος και εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων και στην πρώτη του σεζόν  κατάφερε να κατακτήσει το νταμπλ! Οργάνωσε τον σύλλογο, δημιούργησε μία τράπεζα πληροφοριών για τους αντιπάλους, όπως είχε κάνει ως βοηθός του Γκόρσκι στην Εθνική Πολωνίας τη δεκαετία του ‘70, έριξε μεγάλο βάρος στη δημιουργία  φυσικής κατάστασης και προσέδωσε στην ομάδα αγωνιστική ταυτότητα και ψυχολογία.

  • Πιστεύετε ότι είναι εφικτό σήμερα να δούμε αντίστοιχη πορεία από ελληνική ομάδα σε ευρωπαϊκή διοργάνωση;

Αυτό είναι κάτι που με τα σημερινά δεδομένα, φαντάζει πολύ δύσκολο. Ποτέ όμως δεν ξέρεις πως μπορούν να εξελιχτούν τα πράγματα στο μέλλον. Αρκεί να υπάρχει σωστή οργάνωση, προγραμματισμός, πίστη και ταλέντο.

  1. Συγγραφή και το βιβλίο «Οι Ημίθεοι δεν λυγίζουν»
  • Πώς γεννήθηκε η ιδέα να γράψετε το βιβλίο «Οι Ημίθεοι δεν λυγίζουν»;

Ήταν κάτι που στριφογυρνούσε στην άκρη του μυαλού μου εδώ και πολύ καιρό. Είχα τη χαρά να ζήσω ως φίλαθλος σε ηλικία 17 ετών όλη την πορεία μέχρι τα ημιτελικά, τόσο από τις εξέδρες του Ολυμπιακού Σταδίου στα εντός έδρας παιχνίδια, όσο και από τους τηλεοπτικούς δέκτες όταν η ομάδα αγωνιζόταν στο εξωτερικό. Κατά συνέπεια ήταν κάτι που με είχε σημαδέψει. Ταυτόχρονα θεωρούσα ότι ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού ποδοσφαίρου σε συλλογικό επίπεδο και θα ήταν τεράστια παράλειψη  να μην αποτυπωθεί σε ένα βιβλίο. Όταν λοιπόν ένιωσα έτοιμος  να φέρω εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα, μίλησα με τον Ανδρέα Οικονόμου από την Belle Époque και αμέσως το νερό μπήκε στ’ αυλάκι.

Τώρα ως αναφορά τον τίτλο του βιβλίου είναι εμπνευσμένος από την «Αθλητική Ηχώ», η οποία την επόμενη ημέρα της πρόκρισης του Παναθηναϊκού στους «4»του Πρωταθλητριών απέναντι στη Γκέτεμποργκ, κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο «Οι Ημίθεοι Δεν Λύγισαν». Έτσι μαζί με τον Ανδρέα και τον Αριστοτέλη Μπενόγλου που είχε αναλάβει την επιμέλεια των κειμένων, το παραποιήσαμε λίγο, θέλοντας  να δώσουμε μία διαχρονικότητα στις ευρωπαϊκές επιτυχίες του συλλόγου.

Ένα βιβλίο που είναι αφιερωμένο στις τρεις Ελένες της ζωής μου (μητέρα, σύζυγο και κόρη) και μου κάνει την τεράστια τιμή να προλογίζει ο Χουάν Ραμόν Ρότσα. Η παρουσίαση έγινε στις 19 Ιουνίου στην κατάμεστη κεντρική αίθουσα του Μεγάρου της ΕΣΗΕΑ, με την τιμητική παρουσία των περισσοτερων ποδοσφαιριστών της ομάδας του ’85 και μέσα σε ένα έντονσ συγκινησιακό κλίμα. Στο πάνελ των ομιλητών ήταν η αγαπημένη Λιάνα Κανέλλη, υπεύθυνη του γραφείου τύπου της τότε ομάδας και ο  «κέρβερος» της «πράσινης» εστίας, Θωμάς Λασφτσής.

  • Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη συγκέντρωση και τεκμηρίωση του υλικού;

Όλο το βιβλίο ήταν μία πρόκληση και ένα μεγάλο προσωπικό στοίχημα. Να μπορέσω  δηλαδή να αποτυπώσω αυτή τη μεγαλειώδη πορεία με τέτοιο τρόπο, ώστε να την ξαναζήσουν λεπτό προς λεπτό όσοι τη βίωσαν, αλλά ταυτόχρονα να αντιληφθούν το πραγματικό μέγεθος της και οι νεότεροι. Σίγουρα η διασταύρωση των στοιχείων, κυρίως πάνω σε άγνωστες ιστορίες, ήθελε ένα ιδιαίτερο χειρισμό, όλα όμως κύλησαν με αγάπη, υπομονή και αφοσίωση στον τελικό σκοπό.

  • Σε ποιο κοινό απευθύνεται το βιβλίο – στους νοσταλγούς ή και στους νεότερους φιλάθλους;

Το βιβλίο δεν απευθύνεται απλά σε κάποιους νοσταλγούς παλιών επιτυχιών. Μέσα από την ιστορική καταγραφή των γεγονότων,  μπορούμε να τοποθετήσουμε  τα πράγματα στην σωστή τους βάση και να αντιληφθούμε το πραγματικό αποτύπωμα που έχουν αφήσει. Κατά συνέπεια απευθύνεται σε όλους όσους τους γοητεύει η γνώση, που κάποιες φορές κρύβεται πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας.

  • Τι πιστεύετε ότι άφησε ως παρακαταθήκη εκείνη η ομάδα για το ελληνικό ποδόσφαιρο;

Η ομάδα του ‘85 απέδειξε περίτρανα, ότι όταν υπάρχει οργάνωση, συνεργασία, πίστη και ταλέντο, όλα είναι εφικτά. Άφησε μία μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές , οι οποίες πρέπει να διδάσκονται από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λειτουργεί  ένας σύλλογος με υψηλούς στόχους και πως μπορεί να διαχειριστεί αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, που υπάρχουν πάντα και στις καλύτερες οικογένειες.

Με την Λιάνα Κανέλλη, από την παρουσίαση του βιβλίου «Οι Ημίθεοι Δεν Λυγίζουν»
  • Σχεδιάζετε κάποιο νέο συγγραφικό έργο ή κάποιο άλλο μελλοντικό project που μπορείτε να μας αποκαλύψετε;

Ναι, μετά από τους «Ημίθεους» τους ’85, θα ακολουθήσουν αυτοί του ’96! Και αναφέρομαι  στην ομάδα του Παναθηναϊκού που έφτασε μέχρι τα ημιτελικά Champions League, μία ανάσα από τον τελικό. Προς το παρόν όμως έχουμε τη δεύτερη παρουσίαση του πρώτου βιβλίου, που θα γίνει την Παρασκευή  5 Σεπτεμβρίου στις 8 το απόγευμα, στην κεντρική σκηνή της Έκθεσης Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, με πολλούς και εκλεκτούς καλεσμένους.

Κλείνοντας θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την όμορφη συνομιλία που είχαμε και εύχομαι η ιστοσελίδα σου (cinemusic.gr) να συνεχίσει να προβάλει τις τέχνες και τον πολιτισμό με την ίδια θέρμη και αγάπη.

Κοινοποίησε το!